PRAEURICA — qui praeest urigini equorum, ὁ τῆς ὀχείας ἐπεμελητὴς; pro quo corrupte vulgo Praeoriga et Proriga dicitur. Pro urigine autem originem dixit Arnob. l. 7. Semeleiae sobolis origo contorisit. Vide Salmas. ad Solin. p. 893 … Hofmann J. Lexicon universale
ατιμαγέλης — ἀτιμαγέλης, ο (Α) ο ταύρος που εγκαταλείπει την αγέλη και βόσκει μόνος του, κυρίως κατά την περίοδο της οχείας … Dictionary of Greek
ιππομανής — ές (Α ἱππομανής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππους αρχ. 1. αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππομανές α) (στην Αρκαδία) είδος φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από … Dictionary of Greek
ορμώ — (I) (Α ὁρμῶ, άω) [ορμή] 1. κινούμαι βίαια προς τα εμπρός, ρίχνομαι, χυμώ, εφορμώ, επιτίθεμαι (α. «όρμησε να τόν χτυπήσει» β. «ὥρμησαν ἁμιλλᾱσθαι ἐπὶ τὸ ἄκρον» γ. «όρμησε στη μάχη» δ. «ἐς ἀγῶνα τὸνδ ἔνοπλος ὁρμᾷ», Ευρ.) νεοελλ. (μέσ. και παθ.)… … Dictionary of Greek
σύννομος — (I) και αττ. τ. ξύννομος και βοιωτ. τ. σούννομος, ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που βόσκει μαζί με άλλα, που ζει κατά αγέλες (α. «σύννομα μᾱλ ἐσορῶν», Θεόκρ. β. «ὁ δὲ ταῡρος, ὅταν ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, τότε γίνεται σύννομος», Αριστοτ.) 2. αυτός που ζει με … Dictionary of Greek
υνόβιος — (hynobios). Γένος αμφίβιων κερκοφόρων, από τα σαλαμανδροειδή, της ομοιογένειας των Λεχριοδόντων, που περιλαμβάνει διάφορα είδη, γνωστότερο από τα οποία είναι ο υ. του Κάυζερλιγκ. Τα αμφίβια αυτά ζουν στη Σιβηρία. Τα δόντια του πάνω σαγονιού τους… … Dictionary of Greek
όχευμα — ὄχευμα, τὸ (Α) [οχεύω] το αποτέλεσμα τής οχείας, το κύημα … Dictionary of Greek